πούστικος — η, ο, Ν [πούστης] (συν. για τρόπους και συμπεριφορά) αυτός που προσιδιάζει σε πούστη … Dictionary of Greek
πούστικος — η, ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πούστη: Πούστικη συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)